- προστρέφω
- Α [τρέφω](ιδίως το παθ.) προστρέφομαι1. τρέφομαι επί πλέον2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσετράφη — προστρέφω bring up in aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετέθραπτο — προστρέφω bring up in plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρεφομένη — προστρέφω bring up in pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρεφόμεναι — προστρέφω bring up in pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέφειν — προστρέφω bring up in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέφεσθαι — προστρέφω bring up in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek